- εξάτροχος
- -η, -οαυτός που έχει έξι τροχούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. ἑξάγραμμα) + τροχός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάτροχος — η, ο 1. που έχει έξι τροχούς, που κινείται με έξι τροχούς. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάτροχο (ενν. όχημα), όχημα με έξι τροχούς (πρβλ. δίτροχο, τετράτροχο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)